ΤΑΞΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

ΤΑΞΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕ ΟΡΑΜΑ ΤΗΝ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
"AMAT VICTORIA CURAM"="H ΝΙΚΗ ΑΠΑΙΤΕΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ"
για επικοινωνία και για τις αναρτήσεις,
τις σκέψεις και τις γνώμες σας,στο: predatorus_preda@easy.com

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

ΟΙ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Κυριακή 24 Ιούλη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελ. /32     
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ιδέες για τη σωτηρία του συστήματος

Να επιλέξει ένα διαφορετικό «μοντέλο» καπιταλιστικής ανάπτυξης από εκείνο που εφαρμόζει σήμερα, καλεί την κυβέρνηση ο καθηγητής Νίκος Κοτζιάς, πρώην σύμβουλος του πρωθυπουργού και νυν θιασώτης ενός θολού «αντιμνημονιακού» μπλοκ. Ο Ν. Κοτζιάς, με άρθρο του στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», θέτει εαυτόν στην υπηρεσία των απανταχού αποπροσανατολιστών του λαού, ασκώντας δήθεν κριτική στην αντιλαϊκή πολιτική, προτείνοντας όμως στη θέση της, μια άλλη αντιλαϊκή πολιτική, που θα απορρέει από... διαφορετικούς θεσμούς υπηρέτησης των μονοπωλίων από το αστικό κράτος.Γράφει ο Ν. Κοτζιάς: «Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η πολιτική της είναι μονόδρομος. Ουσιαστικά, απορρίπτει θεμελιακές επιστημονικές εκτιμήσεις όπως αυτές διαμορφώθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια. Σύμφωνα με αυτές, μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού αποκρυσταλλώθηκαν διαφορετικοί τύποι καπιταλισμού, όπως το αγγλοσαξωνικό μοντέλο, ο καπιταλισμός του Ρήνου, ο ασιατικός καπιταλισμός των μικρών τίγρεων, ο αυταρχικός καπιταλισμός ορισμένων εκ των κρατών που ανήκουν στις BRIC. Ολοι αυτοί οι τύποι χαρακτηρίζονται από διαφορετικές παραδόσεις, ιδιαίτερο ρόλο των αγορών και του κράτους, ξεχωριστούς μηχανισμούς ανάπτυξης, όπως, ιδιαίτερα, ως προς τις εργασιακές σχέσεις, τις τράπεζες, το πνεύμα επιχειρηματικότητας. Σημαντικός παράγοντας στις ιδιαιτερότητες των επιμέρους μοντέλων του καπιταλισμού είναι ο τρόπος που συναρθρώνονται, ιστορικά και σήμερα, οι θεσμοί σε κάθε χώρα. Από αυτή τη σκοπιά, ο τρόπος ανάπτυξης του καπιταλισμού διαφέρει από χώρα σε χώρα».
Ο Ν. Κοτζιάς, αναφέρεται σε διαφορετικές διαχειριστικές προσεγγίσεις του καπιταλισμού, ή σε διαφορετική μορφή συγκρότησης του αστικού κράτους - δηλαδή του κράτους υπηρέτη της πλουτοκρατίας - σε μια σειρά χώρες του καπιταλιστικού κόσμο. Σκοπίμως, αφήνει έξω από τη συζήτηση την ουσία: Οτι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του καπιταλιστικού κόσμου, όποιο όνομα, όποια μορφή ή «μείγμα» διαχείρισης κι αν εφαρμόζεται, ο καπιταλισμός παραμένει καπιταλισμός. Δηλαδή, παραμένει άδικος, απάνθρωπος, εκμεταλλευτικός. Παραμένει τρόπος παραγωγής, όπου οι πολλοί, οι εργατοϋπάλληλοι, παράγουν τον πλούτο και οι λίγοι, η πλουτοκρατία και οι σύμμαχοί της, τον καρπώνονται. Αλλωστε, ο ίδιος ξεκαθαρίζει: «για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας υπάρχει μια πλούσια παγκόσμια εμπειρία που στα βιβλία μου την έχω κωδικοποιήσει σε δέκα διαφορετικές στρατηγικές. Η χειρότερη από αυτές είναι εκείνη που ακολουθείται με τα μνημόνια της υπονόμευσης, δηλαδή, της λαϊκής κατανάλωσης και της αποδιοργάνωσης του κοινωνικού κράτους. Η καλύτερη είναι εκείνη που επενδύει σε νέους κλάδους, υλικά και τεχνολογίες, στην παιδεία και την έρευνα». Ο,τι δηλαδή λέει και στα τεφτέρια της η ΕΕ...
Αντιμνημονιακά εντός πλαισίου
Επιπλέον, σκοπίμως αφήνει έξω από τη συζήτηση το γεγονός ότι σήμερα ο καπιταλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια από τις πιο βαθιές κρίσεις του. Σε αυτές τις συνθήκες, το αστικό κράτος, η εξουσία της πλουτοκρατίας όχι μόνο δε θέλει, αλλά και δεν μπορεί να κάνει τις παραχωρήσεις που, ενδεχομένως, έκανε στο παρελθόν προς το λαό. Σήμερα, αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, η εξουσία των μονοπωλίων θωρακίζεται, γίνεται ακόμα πιο επιθετική απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, παίρνει πίσω ό,τι δικαιώματα είχαν κατακτήσει τα εργατικά και λαϊκά στρώματα με αιματηρούς αγώνες.
Ολα αυτά τα αγνοεί, σκόπιμα, ο Ν. Κοτζιάς. Γιατί, φυσικά, τα δικά του «αντιμνημονιακά» συνθήματα δεν αποτελούν παρά μοχλό εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και εγκλωβισμού της σε ανέξοδες και ακίνδυνες για το σύστημα διεκδικήσεις ενός άλλου «καπιταλιστικού μοντέλου». Οπως, άλλωστε, λέει και ο ίδιος, «η κυβέρνηση με την τρόικα έχουν επιλέξει, στο όνομα συχνά υπαρκτών προβλημάτων, τον πλέον μονόπλευρο και επαχθή δρόμο, αυτόν του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος εφαρμόζεται κοινωνικά άδικα, δηλαδή, μονόπλευρα. Γι' αυτό κινδυνεύει να καταλήξει κατά την υλοποίησή του στον αυταρχισμό». Λες και είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση - όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ στο παρελθόν, και οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ - καταφεύγει στον πιο ωμό αυταρχισμό και καταστολή των λαϊκών αγώνων προκειμένου να περάσει «διά πυρός και σιδήρου» τις αντιλαϊκές ρυθμίσεις που απαιτούν τα μονοπώλια.
Στην πραγματικότητα, ο καημός του είναι η λειτουργία των θεσμών. Αλλωστε, ο ίδιος σε ομιλία του σε ημερίδα του πανεπιστημίου της Αθήνας τον περασμένο Απρίλη, είχε προτείνει κοινοβουλευτική δημοκρατία με «ενέσεις άμεσης δημοκρατίας», όπου μεταξύ άλλων πρότεινε την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από «συνέλευση συνταγματικής εκλογής», νέο εκλογικό νόμο πιο κοντά στον αντίστοιχο γερμανικό με προϋπόθεση τον «εκδημοκρατισμό» των κομμάτων, δηλαδή τον έλεγχό τους από το αστικό κράτος, καθώς και την καθιέρωση δημοψηφισμάτων μέσω συλλογής υπογραφών και νομοθετικές πρωτοβουλίες από τα κάτω. Με άλλα λόγια, νέους θεσμούς, δήθεν αμεσοδημοκρατίας - αλήθεια και οι εκλογές αμεσοδημοκρατικές δεν είναι; - προκειμένου να γίνει ένα φτιασίδωμα του σάπιου αστικού πολιτικού συστήματος, ώστε να γίνει πιο ελκυστικό στο λαό και να μην αναζητεί το λαϊκό κίνημα ριζοσπαστικές λύσεις.
Αυτός είναι ο ρόλος των αστών «διανοητών». Πώς να βρίσκουν τρόπους εκτόνωσης της λαϊκής οργής, πώς να πλασάρουν το αντιδραστικό ως «προοδευτική λύση», πώς να εγκλωβίζουν το λαό στην υπεράσπιση της βάρβαρης αντιλαϊκής πολιτικής.

Ελένη ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

Για τις διεργασίες στο χώρο του οπορτουνισμού
Τις προηγούμενες μέρες δημοσιεύθηκαν η Απόφαση της 4ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ και το κείμενο θέσεων του συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 1η Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη.
Στο κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ, βασικού φορέα του οπορτουνισμού στην Ελλάδα, είναι φανερή η σοσιαλδημοκρατική γραμμή του. Η καιροσκοπική και αφερέγγυα για τα λαϊκά συμφέροντα προσαρμογή των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων, λαϊκής οργής και δυσαρέσκειας είναι θεμελιακό στοιχείο του οπορτουνισμού, που αντικειμενικά λειτουργεί ως ανάχωμα στο ριζοσπαστισμό. Η προσαρμογή αυτή εκφράζεται και με τη συνεργασία με δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ενώ έχουν ιστορικό χρησιμοποίησης «αντικαπιταλιστικών» και «επαναστατικών» συνθημάτων συναινούν στη σοσιαλδημοκρατική γραμμή ως άμεσο στόχο.
Ετσι στα κείμενα των δύο δυνάμεων του οπορτουνισμού, η ανοιχτά σοσιαλδημοκρατική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ συγκλίνει με το άμεσο πρόγραμμα πάλης της ΑΝΤΑΡΥΣΑ, το οποίο οι τελευταίοι δήθεν παρουσιάζουν ως γραμμή συγκέντρωσης δυνάμεων για το σοσιαλισμό.
Γι' αυτό άλλωστε πυκνώνουν οι διεργασίες που προωθούν την κοινή δράση και το συντονισμό αυτών των δυνάμεων, με το «Αριστερό Ρεύμα του ΣΥΝ» και το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής» να παίζουν το ρόλο του μεσάζοντα. Πρόσφατα το «Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής» πραγματοποίησε συναντήσεις με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως ΝΑΡ, ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ κ.ά.
Οι δυνάμεις αυτές συναντιούνται σε μια σειρά δραστηριότητες όπως η πρωτοβουλία για την Επιτροπή λογιστικού ελέγχου, στην οποία συμμετέχουν και αστικές δυνάμεις, στην κίνηση αριστερών οικονομολόγων, στο αριστερό βήμα διαλόγου, στα πρωτοβάθμια σωματεία και αλλού.
Μια βασική τους διαφορά αφορά το αν η κοινή σοσιαλδημοκρατική τους γραμμή θα υλοποιηθεί μέσω της μεταρρύθμισης ή μέσω της εξόδου από την ευρωζώνη. Αυτή η αντιπαράθεση έχει ως υπόβαθρο τους οξύτατους ανταγωνισμούς μεταξύ κυρίαρχων κύκλων του διεθνούς κεφαλαίου για το αν θα μεταρρυθμιστεί η ευρωζώνη ή αν θα πρέπει να βγει η Ελλάδα ή και άλλες χώρες από το ευρώ, ως «φάρμακο» για την πιο αποτελεσματική διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης.
Αυτή η αντιπαράθεση βεβαίως δεν αφορά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, γιατί δεν τους αφορά αν ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός θα προωθείται μέσα από μια νέα μορφή του ευρώ ή αν θα προωθείται με επιστροφή στη δραχμή και «υποτίμηση του νομίσματος που θα ακολουθήσει την έξοδο από το ευρώ»,1στα πλαίσια μιας «αυτοδύναμης» εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Εχει πάντως αξία να σημειώσουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ψευδεπίγραφο «αντικαπιταλιστικό» της πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση δεν θέτει ως στόχο πάλης την αποδέσμευση από την ΕΕ, αλλά παραπέμπει αυτό το στόχο σε κάποιο άγνωστο, ακαθόριστο μέλλον.
Αλλά ακόμα και αυτό το «ελάχιστο πρόγραμμα κοινής δράσης» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εξαιτίας του καιροσκοπισμού τους, στην πράξη γίνεται λάστιχο ανάλογα με τη συγκυρία, γι' αυτό και στην ΕΛΕ, όπου συνεργάζονται με άλλες σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, απουσιάζει ακόμα και αυτός ο στόχος της εξόδου από την ΟΝΕ.
Ποια είναι τα βασικά κοινά σημεία των δύο κειμένων:
Α) Από κοινού τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβάλλουν την περίφημη «ενότητα της Αριστεράς» και άλλων ευρύτερων αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Η «νέα κοινωνική πλειοψηφία» του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβάνει δυνάμεις από το ΣΥΡΙΖΑ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τους Οικολόγους Πράσινους, τη Δημοκρατική Αριστερά (Κουβέλης), το Αρμα Πολιτών (Δημαράς), τμήμα του ΠΑΣΟΚ, μέχρι και τη λαϊκή Δεξιά.
Ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλεί σε συστράτευση από τις «δυνάμεις της Αριστεράς» μέχρι τμήματα του «αντιμνημονιακού» ΠΑΣΟΚ και της «αντιμνημονιακής» ΝΔ.
Βάση για την πολιτική συμμαχιών του οπορτουνισμού είναι η θέση που αποδίδει τις αιτίες των αντιλαϊκών μέτρων αποκλειστικά στην τρόικα ή στη μνημονιακή σύμβαση. Ετσι, όπως παλιότερα ενοχοποιούνταν ο νεοφιλελευθερισμός και ζητούμενο ήταν το αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο, σήμερα συσκοτίζουν ότι αντίστοιχα μέτρα έχουν παρθεί ή παίρνονται σε σειρά ευρωπαϊκών καπιταλιστικών χωρών ανεξάρτητα από το βάθος της κρίσης και από το ύψος του δημόσιου χρέους, ότι επιβάλλονται και εκεί ανάλογα αντιλαϊκά «μνημόνια διαρκείας». Ακριβώς γιατί πρόκειται για μέτρα θωράκισης της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Πρόκειται ουσιαστικά για πολιτική συμμαχιών ανάμεσα σε αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, που συμβάλλει στα σχέδια αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα στην αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατικής πτέρυγάς του.
Αυτή η πολιτική συμμαχιών αντιστρατεύεται στην πράξη την πολιτική του ΚΚΕ για την οικοδόμηση της κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα σε πολιτική κατεύθυνση ρήξης και σύγκρουσης με την εξουσία των μονοπωλίων, γραμμή που αναδεικνύει την ουσιαστική διαχωριστική γραμμή που υπάρχει στην ελληνική καπιταλιστική κοινωνία, η οποία δε βρίσκεται ανάμεσα σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς», αλλά ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα από τη μια και τους κεφαλαιοκράτες από την άλλη.
Β) Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ως διέξοδο μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική που περιλαμβάνει την αναδιαπραγμάτευση του χρέους (μέσω του λογιστικού έλεγχο του κλπ.), την εθνικοποίηση τραπεζών και την επαναφορά στο Δημόσιο πρώην ΔΕΚΟ, την αναδιανομή του εισοδήματος, την απλή αναλογική κ.ά.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβάλλει ως μεταβατικό πρόγραμμα (που δήθεν ανοίγει δρόμο για το σοσιαλισμό) μια δέσμη στόχων όπως: να φύγει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η τρόικα, παύση πληρωμών και αναδιαπραγμάτευση του χρέους (μέσω λογιστικού ελέγχου), έξοδος από το ευρώ, εθνικοποιήσεις τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, αναδιανομή του εισοδήματος, απλή αναλογική κ.ά.
Τη στιγμή που το ζητούμενο είναι να γκρεμιστούν οι αυταπάτες που κυριαρχούν ότι δήθεν μπορεί να υπάρξουν φιλολαϊκές λύσεις χωρίς σύγκρουση με την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμβάλλουν στην ενίσχυση και στο δυνάμωμα των αυταπατών, παίζοντας το παιχνίδι της αστικής τάξης.
Μέσω του λογιστικού ελέγχου νομιμοποιούν μέρος του χρέους στη συνείδηση της εργατικής τάξης, εγκλωβίζουν το λαό σε «εξεταστικές επιτροπές» γνωστό πεδίο μάχης επιχειρηματικών ομίλων, φέρνουν ως καπέλο στο λαϊκό κίνημα ΜΚΟ χρηματοδοτούμενες από το διεθνές κεφάλαιο και την Κομισιόν.
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επαναφέρουν παμπάλαιες χρεοκοπημένες προτάσεις της σοσιαλδημοκρατίας για «αναδιανομή του... εισοδήματος»2. Ετσι υιοθετώντας μια νέα εκδοχή κεϊνσιανισμού συντηρούν αυταπάτες ότι μπορεί να εξανθρωπιστεί ο καπιταλισμός.
Ομως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να επιστρέψει στις παλιές συνταγές κρατικοποιήσεων, που άλλωστε στον καιρό τους εξυπηρέτησαν τις ανάγκες της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής και δε λειτούργησαν με κριτήριο τις ανάγκες της εργατικής τάξης.
Ούτε έχει τα ίδια περιθώρια παραχωρήσεων και ελιγμών όπως παλιότερα. Σε συνθήκες προχωρημένης διεθνοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας, όξυνσης του διεθνούς και περιφερειακού καπιταλιστικού ανταγωνισμού, κράτη του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού παίρνουν μέτρα για τη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης.
Γ) Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού σκορπάνε αυταπάτες ότι μπορεί να υλοποιηθεί μια πολιτική ανακούφισης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων στα πλαίσια ενός άλλου μείγματος διαχείρισης της κρίσης.
Γι' αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ θέτει ως πολιτικό στόχο «...τη δημιουργία του νέου συνασπισμού εξουσίας που θα ... αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας»3.
Δηλαδή τη στιγμή που υπάρχουν δυνατότητες, ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες να συνειδητοποιήσουν ότι το πρόβλημα δεν είναι η εναλλαγή αστικών κυβερνήσεων, αλλά ο ταξικός χαρακτήρας της εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει ως διέξοδο μια κυβέρνηση των «αριστερών» και ευρύτερων αντιμνημονιακών δυνάμεων στο έδαφος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας.
Είναι σαφής η μετατόπιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο ζήτημα αυτό με τοποθετήσεις αντιφατικές, κάτι που χαρακτηρίζει βέβαια όλο το κείμενο της συνδιάσκεψής της. Αναφέρουν ότι: «...μέσα στην όξυνση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων και την κρίση του πολιτικού συστήματος, που κάνουν εμφανές το ενδεχόμενο για κατάρρευση κυβερνήσεων υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα, είναι πιθανό να δούμε ένα φάσμα ενδεχομένων από αστικές κυβερνήσεις που να λειτουργούν υπό τον εκβιασμό του λαϊκού κινήματος, αντιφατικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας, πιθανώς και με συμμετοχή κομματιών της Αριστεράς. Φυσικά, η στάση των ταξικών δυνάμεων του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις δεν είναι ίδια με τη στάση απέναντι σε καθαρά αστικές κυβερνήσεις...»4.
Για κρίση του πολιτικού συστήματος μιλάνε σήμερα και εκπρόσωποι της αστικής τάξης προτάσσοντας την ανάγκη αναμόρφωσής του στα πλαίσια της οποίας μια λύση είναι και οι «αριστερές κυβερνήσεις» ή κυβερνήσεις με τη συμμετοχή της «Αριστεράς». Τίποτα βεβαίως θετικό δεν πρέπει να περιμένουν η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα από μια τέτοια εξέλιξη, όπως τίποτα θετικό δεν ήρθε μέσα από τις κυβερνήσεις της «Κεντροαριστεράς» τη δεκαετία του 1990.
Προκύπτουν επίσης μια σειρά εύλογα ερωτήματα. Τι θέση παίρνουν στο ενδεχόμενο συμμετοχής τους αύριο σε μια τέτοιου είδους κυβέρνηση; Ποια «Αριστερά» εννοούν ότι θα συμμετέχει σε αυτές; Τι έχουν στο νου τους αναφερόμενοι σε «αντιφατικές κυβερνήσεις», «κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας» κλπ; Μήπως τις λεγόμενες «αριστερές» κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, που οι ίδιοι συστηματικά προβάλλουν, γιατί δήθεν ακολούθησαν εναλλακτική πολιτική, ενώ στην πραγματικότητα λειτούργησαν στην κατεύθυνση ενίσχυσης των θέσεων των αστικών τάξεων αυτών των κρατών σε περιφερειακό επίπεδο χωρίς να βγάλουν τους λαούς τους από τη φτώχεια και την εκμετάλλευση;
Ποια πρέπει να είναι η στάση του εργατικού κινήματος απέναντι σε ελιγμούς μιας αστικής κυβέρνησης η οποία μπορεί να πραγματοποιήσει ορισμένες προσωρινές παραχωρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της αστικής εξουσίας; Θα την υποστηρίξει ή θα αποκαλύψει το χαρακτήρα του ελιγμού της και θα προβάλλει ότι χωρίς την ανατροπή της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος;
Δ) Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο κάλεσμα για «ενότητα της Αριστεράς» συμπεριλαμβάνουν και το ΚΚΕ... Υπενθυμίζουμε ότι πρόκειται για δυνάμεις που αποχώρησαν ή εκδιωχθήκαν από το ΚΚΕ γιατί επιχείρησαν, σε διάφορες φάσεις, την οπορτουνιστική του μετάλλαξη, πράγμα που σφραγίζει τη φυσιογνωμία τους. Από κοινού επιτίθενται στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και τη χαρακτηρίζουν σεχταριστική, αφού αρνείται τη συνεργασία με τις υπόλοιπες «αριστερές δυνάμεις» (δηλαδή τον οπορτουνισμό) και ότι παραπέμπει τη λύση των λαϊκών προβλημάτων στη «Δευτέρα Παρουσία» του σοσιαλισμού.
Η έκκλησή τους είναι προσχηματική, αφού είναι φανερό ότι όχι μόνο οι διαφορές τους με το ΚΚΕ είναι στρατηγικού χαρακτήρα, αλλά ότι αφορούν και τη γραμμή συσπείρωσης δυνάμεων, την κατεύθυνση πάλης του εργατικού λαϊκού κινήματος, τους στόχους πάλης που αυτό θα υιοθετεί.
Σκοπός των εκκλήσεων είναι να ασκηθεί οπορτουνιστική πίεση στο ΚΚΕ για να υποχωρήσει στην πράξη από τη στρατηγική του σε συνθήκες μάλιστα που οι δημοσκοπήσεις καλλιεργούν αυταπάτες για κοινοβουλευτικές επιτυχίες. Κάτι τέτοιο όμως θα είχε ολέθριες επιπτώσεις για το εργατικό - λαϊκό κίνημα, για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ανάλογες με αυτές που θα είχε η ενσωμάτωση του ΚΚΕ στη γραμμή της «ανανέωσης» και η μετάλλαξη - σοσιαλδημοκρατικοποίησή του το 1991. Θα εμπόδιζε ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη ότι για να λύσουν για πάντα και ριζικά τα προβλήματά τους πρέπει να ανατρέψουν την εξουσία του κεφαλαίου. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε εργατικές λαϊκές μάζες σε πικρές ήττες, απογοητεύσεις, συμβιβασμό και ενσωμάτωση.
Η εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης και η ενδυνάμωση της λαϊκής δυσαρέσκειας υποχρεώνει στην ανάγκη να δυναμώσει η αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού. Οι δυνάμεις του οπορτουνισμού εξαιτίας της φυσιογνωμίας τους δουλεύουν για την ενσωμάτωση της λαϊκής διαμαρτυρίας σε ανώδυνα για το σύστημα κανάλια. Η αντιπαράθεση με τη γραμμή τους έχει ως αφετηρία τη διαφορετική στρατηγική αλλά αφορά και τη διαπάλη για την κατεύθυνση της οργάνωσης των μαζών. Γιατί κρίσιμο ζητούμενο σήμερα είναι η χειραφέτηση των εργατικών - λαϊκών μαζών από την αστική τάξη και η εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος από την αστική πολιτική. Για να υπάρξουν εξελίξεις υπέρ του λαού πρέπει να δυναμώσει η συσπείρωση και πάλη ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική με προοπτική την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Μόνο όταν η πάλη κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να δυσκολεύει και να βάζει εμπόδια στη βάρβαρη πολιτική του κεφαλαίου. Η μόνη φιλολαϊκή διέξοδος σε τελική ανάλυση απέναντι στη σημερινή βαρβαρότητα που βιώνουμε είναι η αποδέσμευση από την ΕΕ και η διαγραφή του χρέους με εργατική - λαϊκή εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμβάλλουν με τη δράση τους και τις θέσεις τους να στήνονται εμπόδια σε αυτόν το δρόμο.
-----------------------------------------------------------------
1. Κείμενο θέσεων του συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη.
2. Κείμενο θέσεων του συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη.
3. Πολιτική Απόφαση της 4ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ.
4. Κείμενο Θέσεων του Συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη.

Του
Τάσου ΤΡΑΒΑΣΑΡΟΥ*
* Ο Τάσος Τραβασάρος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Σελ. /32     
Copyright © 1997-2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου